- προσποιήτως
- προσποίητοςtaken to oneselfadverbialπροσποίητοςtaken to oneselfmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσποιητῶς — προσποιητός taken to oneself adverbial προσποιητός taken to oneself adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητός — ή, ό / προσποιητός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, και προσποίητος, ον, Α [προσποιοῡμαι] 1. αυτός που γίνεται κατά προσποίηση, ψεύτικος, πλαστός, επίπλαστος, επιτηδευμένος, υποκριτικός (α. «προσποιητό χαμόγελο» β. «προσποίητος φιλανθρωπία», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek